υποφέρω — και υποφέρνω υπόφερα και υπέφερα 1. μτβ., ανέχομαι, αντέχω: Δε σε υποφέρω πια. 2. δοκιμάζω, τραβώ, υπομένω: Τι υποφέρει απ τη γυναίκα του! 3. αμτβ., πάσχω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Πόσο υποφέραμε στη Κατοχή δε λέγεται. 4. νοσώ: Υποφέρει από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποφέρω — carry away under pres subj act 1st sg ὑποφέρω carry away under pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… … Dictionary of Greek
ὑποφέρεσθε — ὑποφέρω carry away under pres imperat mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφέρῃ — ὑποφέρω carry away under pres subj mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενεγκάντων — ὑποφέρω carry away under aor part act masc/neut gen pl ὑποφέρω carry away under aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενεχθέντα — ὑποφέρω carry away under aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποφέρω carry away under aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενηνεγμένον — ὑποφέρω carry away under perf part mp masc acc sg ὑποφέρω carry away under perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενηνεγμένων — ὑποφέρω carry away under perf part mp fem gen pl ὑποφέρω carry away under perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενηνέγμεθα — ὑποφέρω carry away under perf ind mp 1st pl ὑποφέρω carry away under plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)